ανάγκη < αρχαία ελληνική ἀνάγκη
ἀνάγκη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *anḱ- (μοίρα, πεπρωμένο)
Σημασιολογία:
αναφέρεται σε κάτι που το επιβάλλουν τα ίδια τα πράγματα, άρα ένας εξωτερικός παράγοντας
- αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και έχει να καλύψει έντονες βιοποριστικές ανάγκες
- ανάγκη, πιεστική επιθυμία, εξαναγκασμός
- λογική αναγκαιότητα
- πεπρωμένο
- κακοπάθεια, βασανισμός
- συγγενικός δεσμός αίματος