αμύνομαι < ελληνιστική κοινή ἀμύνομαι < αρχαία ελληνική ἀμύνω
ἀμύνω < ανάγεται στα α προθεματικό + μύνη (το υ βραχύ)= αμυν + πρόσφυμα j (το οποίο αφομοιούται στο ν = αμυνν που όμως απλοποιείται σε ν) = αμυν + κατάληξη -ω
Σημασιολογία του αμύνομαι:
- αντιμετωπίζω και προσπαθώ να αποκρούσω μια επίθεση (βίαιη, στρατιωτική ή λεκτική ή στο πλαίσιο αθλητικού αγώνα), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και άλλους
Σημασιολογία του αμύνω:
- αποκρούω, κρατώ κάποιον έξω
- παρακαλουμένη ἀμύνειν τὸν βάρβαρον (Πλάτ. όμοι, 692ε)
- Τρῶας ἄμυνε νεῶν
- υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, αγωνίζομαι αμυνόμενος
- γενναίως ἀμύνειν τῇ πόλει καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις/τῷ νόμῳ / τῷ δήμῳ
- ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι
- βοηθώ
- (μέσο)ἀμύνομαι : υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, αμύνομαι, φυλάγομαι, εκδικούμαι, τιμωρώ
- εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης (Ιλιάδα, 12ο, 243)
- οἱ γὰρ Σικελιῶται ὠμότητα ὠμότητι σπεύδοντες ἀμύνεσθαι (Διόδωρος Σικελός)