παρείσακτος

Ετυμολογία του παρείσακτος παρείσακτος < ελληνιστική κοινή παρείσακτος παρείσακτος < παρά+εις+άγω Σημασιολογία του παρείσακτος που βρίσκεται κάπου που δε δικαιούται ή δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους, έχοντας μπει κρυφά ή επίτηδες

Παρελθόν

Ετυμολογία της λέξης παρελθόν παρελθόν < αρχαία ελληνική παρελθόν, ουδέτερο του παρελθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος πάρειμι / παρέρχομαι < παρά + εἶμι / ἔρχομαι παρέρχομαι < παρά + έρχομαι έρχομαι < αρχαία ελληνική ἔρχομαι < ιαπετικής ρίζας με μεγάλο εύρος πιθανών ριζών ανάλογα με το χρόνο και την έγκλιση Σημασιολογία της λέξης παρελθόν το […]

παρόν

Ετυμολογία της λέξης παρόν παρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρών παρών < αρχαία ελληνική παρών, μετοχή ενεστώτα του πάρειμι Σημασιολογία της λέξης παρόν το διάστημα του χρόνου στο οποίο υπάρχουμε κι ενεργούμε, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν και το μέλλον