Ετυμολογία της λέξης παρόν
- παρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρών
- παρών < αρχαία ελληνική παρών, μετοχή ενεστώτα του πάρειμι
Σημασιολογία της λέξης παρόν
το διάστημα του χρόνου στο οποίο υπάρχουμε κι ενεργούμε, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν και το μέλλον