πανάκεια

πανάκεια < αρχαία ελληνική πανακής < παν- + ἄκος (θεραπεία, φάρμακο) ἄκος < ρίζα -ακ ή -ακεσ- Σημασιολογία: ἄκος ουδέτερο ίαση θεραπεία ανακούφιση ωφέλεια μέσο επιτυχίας