Πόνος

πόνος < αρχαία ελληνική πόνος πόνος < πένομαι πένομαι < αρχαία ελληνική πένομαι Σημασιολογία του πένομαι: (λόγιο) είμαι πάρα πολύ φτωχός , είμαι πένης (αμετάβατο) δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο (γενικά) μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω είμαι φτωχός ή πάμφτωχος (με γενική) είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι (μεταβατικό) δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω Σημασιολογία […]

ποταπός

ποταπός < αρχαία ελληνική ποταπός (η σημερινή σημασία καθιερώθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους) δωρικός τύπος του ποδαπός Σημασιολογία: ηθικά ευτελής, τιποτένιος