παλίρροια

παλίρροια < αρχαία ελληνική < παλιρ- (< πάλιν) + -ροια (< ῥοῦς < ῥέω) ῥοῦς < αρχαία ελληνική ῥοῦς ῥοῦς < ασυναίρετο στον Όμηρο και άλλους ῥόος < ῥέω ῥέω < *srew- (ρέω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) स्रवति (srávati), (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) строуꙗ (struja, ροή), (αγγλικά) stream, (σλαβικά) ostrov