Πληρότητα

Σημασιολογικές μεταβάσεις από το «γεμίζω», το πληρώ στο «καταβάλλω χρήματα», στο πληρώνω και στο «προσωπικό τού πλοίου», στο πλήρωμα και σε σύνθετα όπως το πληροφορώ «ενημερώνω» εντάσσονται στα (φαινομενικώς) περίεργα που χαρακτηρίζουν την ετυμολογική εξέλιξη κάθε γλώσσας και, εν προκειμένω, τής Ελληνικής. Στην προκειμένη περίπτωση όλα ξεκινούν από το επίθετο πλήρης, που δήλωσε «τον γεμάτο […]

πλούτος

πλούτος < αρχαία ελληνική πλοῦτος το πλούτος < ελληνιστική κοινή πλοῦτος (ουδέτερο) < αρχαία ελληνική πλοῦτος (αρσενικό) πλοῦτος < πίμπλημι πίμπλημι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pleh₁- (γεμίζω)