Πάθηση

Ετυμολογία της λέξης πάθηση πάθηση < αρχαία ελληνική πάθησις < πάσχω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷenth– (πάσχω, υποφέρω) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική affection) < πάσχω < αρχαία ελληνική πάσχω

Πάθος

Ετυμολογία της λέξης πάθος πάθος < αρχαία ελληνική πάθος πάθος < πάσχω πάσχω < *πάθσκω (παθ- + πρόσφυμα -σκ-) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷenth– (πάσχω, υποφέρω) Σημασιολογία της λέξης πάθος πάθος ουδέτερο πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής ερωτικό πάθος μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου πάθος για τη ζωγραφική ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος το αντικείμενο του πάθους η μουσική είναι το πάθος της […]

παλίρροια

παλίρροια < αρχαία ελληνική < παλιρ- (< πάλιν) + -ροια (< ῥοῦς < ῥέω) ῥοῦς < αρχαία ελληνική ῥοῦς ῥοῦς < ασυναίρετο στον Όμηρο και άλλους ῥόος < ῥέω ῥέω < *srew- (ρέω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) स्रवति (srávati), (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) строуꙗ (struja, ροή), (αγγλικά) stream, (σλαβικά) ostrov

πανάκεια

πανάκεια < αρχαία ελληνική πανακής < παν- + ἄκος (θεραπεία, φάρμακο) ἄκος < ρίζα -ακ ή -ακεσ- Σημασιολογία: ἄκος ουδέτερο ίαση θεραπεία ανακούφιση ωφέλεια μέσο επιτυχίας

παρείσακτος

Ετυμολογία του παρείσακτος παρείσακτος < ελληνιστική κοινή παρείσακτος παρείσακτος < παρά+εις+άγω Σημασιολογία του παρείσακτος που βρίσκεται κάπου που δε δικαιούται ή δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους, έχοντας μπει κρυφά ή επίτηδες

Παρελθόν

Ετυμολογία της λέξης παρελθόν παρελθόν < αρχαία ελληνική παρελθόν, ουδέτερο του παρελθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος πάρειμι / παρέρχομαι < παρά + εἶμι / ἔρχομαι παρέρχομαι < παρά + έρχομαι έρχομαι < αρχαία ελληνική ἔρχομαι < ιαπετικής ρίζας με μεγάλο εύρος πιθανών ριζών ανάλογα με το χρόνο και την έγκλιση Σημασιολογία της λέξης παρελθόν το […]

παρόν

Ετυμολογία της λέξης παρόν παρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρών παρών < αρχαία ελληνική παρών, μετοχή ενεστώτα του πάρειμι Σημασιολογία της λέξης παρόν το διάστημα του χρόνου στο οποίο υπάρχουμε κι ενεργούμε, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν και το μέλλον

Πάσχα

Ετυμολογία της λέξης Πάσχα Πάσχα < ελληνιστική κοινή Πάσχα < αραμαϊκή פסחא < εβραϊκή פסח (pesakh) Σημασιολογία της λέξης Πάσχα   (θρησκεία, ιουδαϊσμός) γιορτή κατά την οποία οι Ιουδαίοι θυμούνται την έξοδο από τη σκλαβιά στην αρχαία Αίγυπτο (θρησκεία, χριστιανισμός) γιορτή κατά την οποία οι Χριστιανοί τιμούν την ένδοξη Ανάσταση του Ιησού Χριστού Πάσχα ονομάζεται […]

Πατρίδα

Ετυμολογία της λέξης πατρίδα πατρίδα < αρχαία ελληνική πατρίς πατρίς < θηλυκό του επιθέτου πάτριος πάτριος < (λόγιο) αρχαία ελληνική πάτριος πατήρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr. Από την ίδια ρίζα και το λατινικό pater, το σανσκριτικό पितृ (pitṛ), το αρχαίο αρμενικό հայր (hayr) και το πρωτογερμανικό *fadēr (αρχαίο αγγλικό fæder > αγγλικό father, γερμανικό Vater κλπ) […]