πειθαρχώ

πειθαρχώ < αρχαία ελληνική πειθαρχέω (πείθομαι σε μία ἀρχή, σε μια εξουσία) πείθομαι < παθητική φωνή του ρήματος πείθω πείθω < αρχαία ελληνική πείθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰeydʰ– (εμπιστεύομαι)  

Πείρα

Ετυμολογία της λέξης πείρα πείρα < αρχαία ελληνική πεῖρα < πειρῶμαι πεῖρα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *per– (περνώ, διαπερνώ) (συγγενής λέξη με τα πείρω (διαπερνώ), περάω (μεταφέρω μακριά) Σημασιολογία της λέξης πείρα η γνώση που προσφέρει η πρακτική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο· είναι παιδί ακόμα, δεν έχει πείρα της ζωής εἰς πεῖραν ἔρχεται: αποδεικνύεται όταν […]

Περιουσία

περιουσία < αρχαία ελληνική περιουσία < περίειμι < περί + ουσία Σημασιολογία: ο πλούτος σε κινητά και ακίνητα αγαθά που κατέχει κάποιος