3 Μαρτίου 2018πειθαρχώπειθαρχώ < αρχαία ελληνική πειθαρχέω (πείθομαι σε μία ἀρχή, σε μια εξουσία)πείθομαι < παθητική φωνή του ρήματος πείθωπείθω < αρχαία ελληνική πείθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰeydʰ– (εμπιστεύομαι) Related ΛήμματαΕμπιστοσύνηύπαρξη