Πείρα

Ετυμολογία της λέξης πείρα πείρα < αρχαία ελληνική πεῖρα < πειρῶμαι πεῖρα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *per– (περνώ, διαπερνώ) (συγγενής λέξη με τα πείρω (διαπερνώ), περάω (μεταφέρω μακριά) Σημασιολογία της λέξης πείρα η γνώση που προσφέρει η πρακτική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο· είναι παιδί ακόμα, δεν έχει πείρα της ζωής εἰς πεῖραν ἔρχεται: αποδεικνύεται όταν […]

Περιουσία

περιουσία < αρχαία ελληνική περιουσία < περίειμι < περί + ουσία Σημασιολογία: ο πλούτος σε κινητά και ακίνητα αγαθά που κατέχει κάποιος  

Πληρότητα

Σημασιολογικές μεταβάσεις από το «γεμίζω», το πληρώ στο «καταβάλλω χρήματα», στο πληρώνω και στο «προσωπικό τού πλοίου», στο πλήρωμα και σε σύνθετα όπως το πληροφορώ «ενημερώνω» εντάσσονται στα (φαινομενικώς) περίεργα που χαρακτηρίζουν την ετυμολογική εξέλιξη κάθε γλώσσας και, εν προκειμένω, τής Ελληνικής. Στην προκειμένη περίπτωση όλα ξεκινούν από το επίθετο πλήρης, που δήλωσε «τον γεμάτο […]

πλούτος

πλούτος < αρχαία ελληνική πλοῦτος το πλούτος < ελληνιστική κοινή πλοῦτος (ουδέτερο) < αρχαία ελληνική πλοῦτος (αρσενικό) πλοῦτος < πίμπλημι πίμπλημι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pleh₁- (γεμίζω)

Πνεύμα

πνεύμα < αρχαία ελληνική πνεῦμα πνεῦμα < πνέω πνέω < αρχαία ελληνική πνέω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pnew– (αναπνέω, ασθμαίνω) Σημασιολογία: πνεύμα ουδέτερο ο νους του ανθρώπου, ατομικά ή συλλογικά η δημιουργία του πολιτισμού είναι η κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος το άυλο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με το σώμα δεν ενδιαφέρεται για τα […]

Πόνος

πόνος < αρχαία ελληνική πόνος πόνος < πένομαι πένομαι < αρχαία ελληνική πένομαι Σημασιολογία του πένομαι: (λόγιο) είμαι πάρα πολύ φτωχός , είμαι πένης (αμετάβατο) δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο (γενικά) μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω είμαι φτωχός ή πάμφτωχος (με γενική) είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι (μεταβατικό) δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω Σημασιολογία […]

ποταπός

ποταπός < αρχαία ελληνική ποταπός (η σημερινή σημασία καθιερώθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους) δωρικός τύπος του ποδαπός Σημασιολογία: ηθικά ευτελής, τιποτένιος

Πρηνηδόν

πρηνηδόν < αρχαία ελληνική πρηνηδόν < πρηνής πρηνής < αρχαία ελληνική πρηνής (λόγιο) με το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το έδαφος, προς τα κάτω

Προσοχή

Ετυμολογία της λέξης προσοχή προσοχή< ελληνιστική κοινή προσοχή προσέχω προσέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προσέχω < πρός + ἔχω ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-. Στον μέλλοντα το -σ- του θέματος τρέπεται σε δασεία ενώ ο ενεστώτας παραμένει ψιλούμενος επειδή στο ενεστωτικό θέμα ακολουθεί το δασύ -χ- Σημασιολογία της λέξης προσοχή η συγκέντρωση των πνευματικών δυνάμεων και […]