3 Μαρτίου 2018πλούτοςπλούτος < αρχαία ελληνική πλοῦτοςτο πλούτος < ελληνιστική κοινή πλοῦτος (ουδέτερο) < αρχαία ελληνική πλοῦτος (αρσενικό)πλοῦτος < πίμπλημιπίμπλημι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pleh₁- (γεμίζω)