Πνεύμα

πνεύμα < αρχαία ελληνική πνεῦμα
πνεῦμα < πνέω
πνέω < αρχαία ελληνική πνέω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pnew– (αναπνέω, ασθμαίνω)

Σημασιολογία:

πνεύμα ουδέτερο

  1. ο νους του ανθρώπου, ατομικά ή συλλογικά
    η δημιουργία του πολιτισμού είναι η κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος
  2. το άυλο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με το σώμα
    δεν ενδιαφέρεται για τα υλικά αγαθά παρά μόνο για το πνεύμα
  3. η ψυχή του ανθρώπου
    παρέδωσε το πνεύμα: πέθανε
  4. μη υλική οντότητα, π.χ. κατώτερη θεότητα, η ψυχή ενός νεκρού ή ένα φάντασμα
    ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί με το πνεύμα του παππού της
  5. ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, η ιδιαίτερη σημασία κάποιου πράγματος
    το πνεύμα της εποχής, το πνεύμα του βιβλίου, της συζήτησης κ.λπ
  6. o αστεϊσμός, το χιούμορ
    του αρέσει να κάνει πνεύμα
  7. (γραμματική) διακριτικό σημάδι στο πολυτονικό σύστημα γραφής το οποίο δεν υποδεικνύει τη συλλαβή τονισμού αλλά στην αρχαιότητα πιθανότατα έδειχνε μεταβολή στον τρόπο προφοράς του γράμματος
    η ψιλή και η δασεία είναι δύο πνεύματα που χρησιμοποιήθηκαν στο ελληνικό πολυτονικό σύστημα γραφής

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr