7 Απριλίου 2018Πρηνηδόνπρηνηδόν < αρχαία ελληνική πρηνηδόν < πρηνήςπρηνής < αρχαία ελληνική πρηνής(λόγιο) με το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το έδαφος, προς τα κάτω