Οργασμός

οργασμός < αρχαία ελληνική ὀργασμός < ὀργάω-ῶ ὀργάω < ὀργή ὀργή, ἡ (ὀρέγω), η φυσική προς τι ορμή, η προς τι ώθησις των αισθήσεων(βλ. ὀργάω) Σημασιολογία του οργασμός: (ιατρική) το αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης φτάνω σε οργασμό (μεταφορικά) έντονη δραστηριότητα σε κάποιον τομέα Σημασιολογία του οργάω: για χωράφι που είναι καλοποτισμένο και έτοιμο για την καλλιέργεια σιτηρών για δένδρα που είναι έτοιμα να ανθίσουν για καρπούς που είναι […]