Ετυμολογία του θεωρία:
θεωρία < αρχαία ελληνική θεωρία
θεωρώ < αρχαία ελληνική θεωρέω
θεωρέω < θεωρός
θεωρός < αρχαία ελληνική θεωρός
θεός < αρχαία ελληνική θεός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰh₁s- < *dʰeh₁-
ὁράω (συνηρημένο: ὁρῶ)
Σημασιολογία του θεωρία:
- ένα ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και προτάσεων που συνιστά μια ιδιαίτερη προσέγγιση ενός φιλοσοφικού, επιστημονικού, πολιτικού, οικονομικού ή άλλου ζητήματος
- η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα
- (φυσικές επιστήμες) ένα συνεκτικό σύνολο αξιωμάτων που αποπειράται να εξηγήσει ένα σύνολο φαινομένων
- η θεωρία της σχετικότητας
- μια υπόθεση που αποπειράται να δώσει εξήγηση σε ένα πρόβλημα
- η νοητική επεξεργασία ενός ζητήματος σε αντίθεση με την πράξη
- (στο σχολείο) οι γενικές αρχές μιας επιστήμης ή μαθήματος που διδάσκονται ώστε ο σπουδαστής να μπορεί να επιλύσει αντίστοιχες ασκήσεις ή να είναι έτοιμος για το μάθημα που διδάσκεται στο εργαστήριο
- ένα ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και προτάσεων που συνιστά μια ιδιαίτερη προσέγγιση ενός φιλοσοφικού, επιστημονικού, πολιτικού, οικονομικού ή άλλου ζητήματος
Σημασιολογία του θεωρώ:
- εξετάζω, παρατηρώ μια κατάσταση
- (ειδικότερα) προσκομίζω ένα έγγραφο σε μια δημόσια αρχή όπου ελέγχουν την εγκυρότητα και την ισχύ του, για πάντα ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και τοποθετούν ειδική σήμανση (θεώρηση) επάνω του
- πρέπει να θεωρήσετε όλες τις υπεύθυνες δηλώσεις για το γνήσιο της υπογραφής σε κάποιο ΚΕΠ ή Αστυνομικό Τμήμα
- (ειδικότερα) ελέγχω και επικυρώνω, ως αρμόδιος, την εγκυρότητα και την ισχύ ενός εγγράφου, για πάντα ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- δεν μπορώ να θεωρήσω το βιβλιάριο υγείας σας, για το έτος 2011, γιατί δεν έχετε συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα
- πιστεύω, νομίζω, κρίνω
- όποιος δεν θεωρεί χρήσιμα τα μαθήματα αυτά μπορεί να απουσιάσει αλλά η γνώμη μου είναι ότι πρέπει όλοι να έρθουν