Θυμός

θυμός < αρχαία ελληνική θυμός θυμός < πρωτοελληνική tʰūmós (καπνός, αναπνοή, ψυχή) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰuh₂mós ‎(καπνός) Σημασιολογία: ισχυρό συναίσθημα δυσαρέσκειας ή και εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάτι που μας επηρεάζει αρνητικά και μπορεί να προκαλέσει έντονες και καμιά φορά βίαιες αντιδράσεις Είναι καλός κατά βάθος, αλλά παρεκτράπηκε πάνω στο θυμό του Άσε κάτω τους θυμούς κι έλα να μιλήσουμε λογικά