θωπεύω

θωπεύω < αρχαία ελληνική θωπεύω (καλοπιάνω και χαϊδεύω) θωπεύω < θώψ Σημασιολογία: κολακεύω καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν : και εσένα (σου φαίνεται) σωστό να κολακεύεις το Θησέα (Σοφοκ. Οιδίπους επί Κολ. 1003) τίς ἂν εἴη δημαγωγὸς τοιοῦτος, ὅστις τὸν μὲν δῆμον θωπεῦσαι δύναιτο, τοὺς δὲ καιροὺς ἐν οἷς ἦν σῴζεσθαι τὴν πόλιν, ἀποδοῖτο; τι είδους πολιτικός θα ήταν αυτός που ενώ είχε τη δύναμη να καλοπιάνει […]