6 Μαρτίου 2018Οδύνηοδύνη < αρχαία ελληνική ὀδύνη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος)πόνος < αρχαία ελληνική πόνοςπόνος < πένομαιπένομαι < αρχαία ελληνική πένομαιΣημασιολογία:ψυχικός πόνος μεγάλης έντασης