εγωισμός < εγώ + επίθημα -ισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égoïsme < λατινική ego < αρχαία ελληνική ἐγώ
ἐγώ < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *éǵh-
φιλαυτία < αρχαία ελληνική φιλαυτία < φίλαυτος < φίλος + ἑαυτοῦ
Σημασιολογία:
- υπερβολική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του με ταυτόχρονη τάση να υποβάλει το συμφέρον των άλλων στο δικό του
- τάση ενός ατόμου να μιλά για τον εαυτό του και να παρουσιάζει τα πράγματα πάντα από τη δική του πλευρά
- η αξιοπρέπεια