Ετυμολογία της λέξης υποκατάστατο
υποκατάστατο < ελληνιστική κοινή ὑποκατάστα(σις) + -ση
εκ του ρήματος υποκαθιστώ
υποκαθιστώ < υπο- + καθιστώ < ελληνιστική κοινή ὑποκαθίστημι με μεταπλασμό κατά το καθίστημι
ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂– < *steh₂– (ἵστημι) (Ομόρριζο με το λατινικό sto, το γερμανικό stehen κ.ά.)
Σημασιολογία της λέξης υποκατάστατο
οτιδήποτε μπορεί να υποκαταστήσει ή να αναπληρώσει κάτι άλλο