υβριδικός

υβριδικός < ουσιαστικό υβρίδιο + κατάληξη -ικός υβρίδιο < γαλλική hybride < λατινική hybrida < αρχαία ελληνική ὕβρις (αντιδάνειο) ὕβρις < αρχαία ελληνική πρόθεση και επίρρημα ὑπέρ ή ίσως από ὕς + βαρύς / βριαρός ύβρις = βία που προέρχεται από υπερβολική αίσθηση δύναμης Σημασιολογία της λέξης υβρίδιο: (βιολογία): το φυτό ή ζώο που έχει […]