ύπαρξη

Ετυμολογία: ύπαρξη < αρχαία ελληνική ὕπαρξις υπάρχω < αρχαία ελληνική ὑπάρχω ὑπάρχω < ὑπό + ἄρχω (βρίσκομαι σε κατάσταση υπό της αρχής) ἄρχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂érgʰ– (ἄρχω) ἀρχή < ἄρχω Σημασιολογία του ύπαρξη: το γεγονός του υπάρχω η ύπαρξη ζωής σε άλλον πλανήτη η ανθρώπινη ζωή, η υπόσταση τα μυστήρια της ύπαρξης κάθε ζωντανό […]

Υπερβολικός

υπερβολικός < ελληνιστική κοινή ὑπερβολικός < ὑπέρ + βάλλω Σημασιολογία του υπερβολικός: που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια ως προς την ποσότητα ή την ένταση στο κέντρο έχει συνήθως υπερβολική φασαρία μεγαλύτερος από το επιτρεπτό ή από το ανεκτό πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών (για πρόσωπο) που υπερβάλλει μιλώντας μη γίνεσαι υπερβολικός που αναφέρεται στη γεωμετρική […]

υπερφίαλος

υπερφίαλος < αρχαία ελληνική ὑπερφίαλος ομόρ. του φύω ὑπερφίαλος < ὑπέρ + φύω + -αλος (μάλλον όχι < ὑπέρ + φιάλη) φιάλη < αρχαία ελληνική φιάλη φιάλη < αβέβαιη ετυμολογία, πιθανόν συγγενής ρίζα με το φιαρός (στιλπνός, λιπαρός) ή τα “πίνω” και “πίων” (ελαιώδες, εύφορο)

υποκατάστατο

Ετυμολογία της λέξης υποκατάστατο υποκατάστατο < ελληνιστική κοινή ὑποκατάστα(σις) + -ση εκ του ρήματος υποκαθιστώ υποκαθιστώ < υπο- + καθιστώ < ελληνιστική κοινή ὑποκαθίστημι με μεταπλασμό κατά το καθίστημι καθίστημι < κατά και ἵστημι ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂– < *steh₂– (ἵστημι) (Ομόρριζο με το λατινικό sto, το γερμανικό stehen κ.ά.) Σημασιολογία της λέξης υποκατάστατο οτιδήποτε μπορεί να υποκαταστήσει ή να αναπληρώσει κάτι άλλο