Υπερβολικός

υπερβολικός < ελληνιστική κοινή ὑπερβολικός < ὑπέρ + βάλλω Σημασιολογία του υπερβολικός: που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια ως προς την ποσότητα ή την ένταση στο κέντρο έχει συνήθως υπερβολική φασαρία μεγαλύτερος από το επιτρεπτό ή από το ανεκτό πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών (για πρόσωπο) που υπερβάλλει μιλώντας μη γίνεσαι υπερβολικός που αναφέρεται στη γεωμετρική […]

υπερφίαλος

υπερφίαλος < αρχαία ελληνική ὑπερφίαλος ομόρ. του φύω ὑπερφίαλος < ὑπέρ + φύω + -αλος (μάλλον όχι < ὑπέρ + φιάλη) φιάλη < αρχαία ελληνική φιάλη φιάλη < αβέβαιη ετυμολογία, πιθανόν συγγενής ρίζα με το φιαρός (στιλπνός, λιπαρός) ή τα “πίνω” και “πίων” (ελαιώδες, εύφορο)