ύπαρξη

Ετυμολογία: ύπαρξη < αρχαία ελληνική ὕπαρξις υπάρχω < αρχαία ελληνική ὑπάρχω ὑπάρχω < ὑπό + ἄρχω (βρίσκομαι σε κατάσταση υπό της αρχής) ἄρχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂érgʰ– (ἄρχω) ἀρχή < ἄρχω Σημασιολογία του ύπαρξη: το γεγονός του υπάρχω η ύπαρξη ζωής σε άλλον πλανήτη η ανθρώπινη ζωή, η υπόσταση τα μυστήρια της ύπαρξης κάθε ζωντανό […]