σύμπτωμα < αρχαία ελληνική σύμπτωμα < συμπίπτω < συν + πίπτω
πίπτω < αρχαία ελληνική πίπτω
πίπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *peth₂- (πετώ)
Σημασιολογία του πίπτω:
- πέφτω κάτω, καταβάλλομαι, ρίπτομαι
- πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι
- πέφτω νεκρός στη μάχη, φονεύομαι
- εντάσσομαι σε μια κατηγορία, εμπίπτω
Σημασιολογία του συμπτώματος:
παλιότερα χρησιμοποιείτο ως όρος για κάποιο τυχαίο περιστατικό που οφειλόταν σε σύμπτωση, αλλά σήμερα πια ο όρος είναι κυρίως ιατρικός και σημαίνει τις ενδείξεις, εξωτερικές και μη, μιας ασθένειας
- δεν παρατήρησα συνοδά συμπτώματα, είπε ο γιατρός
- μα γίνεται να είμαι άρρωστος δίχως κανένα σύμπτωμα;
- η θεραπεία πρέπει να αρχίσει προτού εκδηλωθούν τα συμπτώματα;;