Σαδισμός

σαδισμός < από το όνομα του μαρκήσιου Ντε Σαντ (de Sade) Σημασιολογία: το να απολαμβάνει κανείς να προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό στους άλλους