Σκέψη

σκέψη < αρχαία ελληνική σκέψις Σημασιολογία: σκέψη θηλυκό παραγωγική διαδικασία του νου και της νόησης που περιλαμβάνει την κρίση και τους συλλογισμούς δεν μπορώ να καταλάβω με ποια σκέψη μου φέρεσαι έτσι (συνεκδοχικά) ό,τι σκέφτεται κάποιος για ένα θέμα δεν έκανα καμία σκέψη για τη γιορτή ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και πράττει κάποιος […]