ξεγύμνωμα < ξεγυμνώνω
ξεγυμνώνω < ξε- + γυμνώνω
Σημασιολογία του γυμνώνω:
- βγάζω όλα τα ρούχα από κάποιον, τον γδύνω εντελώς
- αφαιρώ το προστατευτικό περίβλημα από κάτι
- αφού γυμνώσεις στην άκρη τα καλώδια, ένωσε το κόκκινο με το μπλε
Σημασιολογία του ξεγυμνώματος:
- η αποβολή των ρούχων
- Είναι ωραία η πλάζ των γυμνιστών αλλά στη γυναίκα μου δεν αρέσει το ξεγύμνωμα
- (μεταφορικά) η αποβολή όλων όσων συγκαλύπτουν την αλήθεια, η αποκάλυψή της και η έκθεση των τυχόν ενόχων ή υπαιτίων μιας κατάστασης