λεξικό < ελληνιστική κοινή λεξικόν (εννοείται βιβλίον), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου: λεξικός < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική dictionnaire)
λέξις < αρχαία ελληνική λέξις
λεξικόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεξικός < λέξις < λέγω
λεξικός < ελληνιστική κοινή λεξικός (που έχει σχέση με λέξεις, ανήκει σ’ αυτές ή αναφέρεται σ’ αυτές)
λέω < αρχαία ελληνική λέγω
Σημασιολογία του λέγω:
- διατυπώνω προφορικά ή και γραπτά μία λέξη ή φράση
- ο διευθυντής μου είπε ότι πρέπει να τελειώνουμε με τη δουλειά που μας ανέθεσε
- προτείνω
- λέω να πάμε μια βόλτα
- προτίθεμαι
- λέω να πάω μια βόλτα
- ονομάζω κάτι ή κάποιον με ένα συγκεκριμένο όνομα, αποκαλώ
- πώς σε λένε;