Ετυμολογία:
συγχωρώ < αρχαία ελληνική συγχωρῶ (συγχωρέω)
χωρέω < χῶρος
Σημασιολογία του χωρέω:
- κάνω χώρο για να χωρέσουν κι άλλοι, χωράω εγώ, τρυπώνω, χώνομαι και μπαίνω, ή χώνομαι κάπου και φεύγω
- τὰ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων
- ἐχώρησαν πάλιν αὖτις
- τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει
- κρητὴρ χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους
- οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα : η γη δεν τους χωρούσε και τους δυο
- υποχωρώ
- γαῖα ἔνερθε χώρησεν: η γη “χώρεσε” το χώμα μέσα της, δηλαδή υποχώρησε το έδαφος, άνοιξε η γη
- επιστρέφω από κάπου (με γενική συνήθως)
- προχωρώ (μετά τα ομηρικά χρόνια η έννοια αυτή)
- νὺξ ἐχώρει : καθώς περνούσε πια η νύχτα, προχωρούσε ο χρόνος
- σημειώνωπρόοδο, προχωρώ ή για κάτι αρνητικό, χειροτερεύω
- τοὔργον οὐ χωρεῖ πρόσω
- χωρεῖ τὸ κακόν : το κακό προχώρησε
- οδεύω, βαίνω, πάω (όπως λέμε “πώς πάνε τα πράγματα” ή “όλα βαίνουν καλώς”), γίνομαι
- τὰ πράγματα χωρεῖ κατὰ λόγον: προχωρούν όπως συμφωνήσαμε
- εὐτυχέως ἐχώρησεν κακῶς ‘ἐχώρησεν: πήγε καλά, πήγε άσχημα
- πάντα διὰ πράξεων καὶ . . ἀγώνων κεχωρηκότα όλα γίνονται με αγώνες ή τίποτα δεν γίνεται χωρίς προσπάθεια
- κατανοώ (ελληνιστική έννοια)
- οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον : δεν κάνουν όλοι χώρο στην καρδιά τους να μπει ο λόγος <του Θεού>
Σύγχρονη σημασιολογία του συγχωρώ:
- παύω να έχω αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε κάποιο που έκανε ένα σφάλμα
- (κάποιον για κάτι)
- ο πατέρας συγχώρεσε το παιδί του για την ασέβεια που έδειξε
- (σε κάποιον κάτι)
- σου έχω συγχωρέσει πολλά, αλλά αυτό παραπάει
- (κάποιον για κάτι)
- συνώνυμο της συγγνώμης, σε μη κυριολεκτικές εκφράσεις ευγενείας όπου με τακτ κάποιος ζητεί κάτι που αυτονόητα δικαιούται και η έκφραση παρά το παρακλητικό ρήμα, έχει έγκλιση προστακτικής
- Εμάς μας συγχωρείτε, αλλά πρέπει να πηγαίνουμε
- Με συγχωρείτε πολύ, αλλά αυτό είναι απαράδεκτο και αποκλείεται να συμφωνήσω!
- Με συγχωρείτε, μπορείτε να επαναλάβετε την τελευταία φράση;
- (με αγένεια, χωρίς τήρηση προσχημάτων) Να με συγχωρεί η χάρη σου, αλλά έπρεπε να με είχες συμβουλευτεί