Συμβατός

συμβατός < μεταγενέστερη ελληνική συμβατός < συμβαίνω συμβαίνω < αρχαία ελληνική συμβαίνω συμβαίνω < συν + βαίνω βαίνω < αρχαία ελληνική βαίνω βαίνω < πρωτοελληνική *gʷəňňō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷm̥yéti < *gʷem– + *-yéti. Συγγενές με το (λατινικά) venio. Σημασιολογία του συμβαίνω: στέκομαι με τα πόδια ενωμένα (όπως οι κούροι) ὅταν γάρ τι ἀπὸ τῆς γῆς ἄρασθαι βούλωνται, διαβαίνοντες πάντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες ἐπιχειροῦσιν αἴρεσθαι. :όπως και οι άνθρωποι, όταν θέλουν να σηκώσουν κάτι από τη γη, ανοίγουν τη δρασκελιά τους μάλλον […]

Σύμπαν

σύμπαν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του σύμπας σύμπας < αρχαία ελληνική συν- + πᾶς πᾶς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ph₂ent- Σημασιολογία του σύμπας: ολόκληρος, χωρίς εξαιρέσεις Σημασιολογία του πας: πᾶς , πᾶσα, πᾶν : επίθετο που λογίζεται ως αόριστη, επιμεριστική αντωνυμία και σημαινει ο καθένας, όλοι χωρίς εξαίρεση πάντες ὅσοι . . .. οἱ πάντες ἄνθρωποι (όλοι οι […]

Σύμπτωμα

σύμπτωμα < αρχαία ελληνική σύμπτωμα < συμπίπτω < συν + πίπτω πίπτω < αρχαία ελληνική πίπτω πίπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *peth₂- (πετώ) Σημασιολογία του πίπτω: πέφτω κάτω, καταβάλλομαι, ρίπτομαι πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι πέφτω νεκρός στη μάχη, φονεύομαι εντάσσομαι σε μια κατηγορία, εμπίπτω Σημασιολογία του συμπτώματος: παλιότερα χρησιμοποιείτο ως όρος για κάποιο τυχαίο περιστατικό που οφειλόταν σε σύμπτωση, αλλά σήμερα πια ο όρος είναι κυρίως ιατρικός και σημαίνει τις ενδείξεις, εξωτερικές και μη, μιας ασθένειας δεν παρατήρησα συνοδά συμπτώματα, […]

Σύμπτωση

σύμπτωση < αρχαία ελληνική σύμπτωσις < σύν + πίπτω πίπτω < αρχαία ελληνική πίπτω πίπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *peth₂- (πετώ)