Σύγκρουση

σύγκρουση < αρχαία ελληνική σύγκρουσις Σημασιολογία: ορμητική πτώση ενός κινούμενου αντικειμένου πάνω σε άλλο κινούμενο ή ακίνητο αντικείμενο θανατηφόρα μετωπική σύγκρουση δύο αυτοκινήτων πολεμική, αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους μάχη, αναμέτρηση, διαφωνία αναντιστοιχία, ασυμβατότητα οι απόψεις σου έρχονται σε σύγκρουση με την κοινή λογική (πληροφορική) η εσφαλμένη υπαγωγή περιοχής δίσκου, κάρτας μνήμης ή άλλου φορέα δεδομένων σε διαφορετικά (περισσότερα του ενός) αναγνωριστικά (αναγνωριστικούς κώδικες)  

συγχρονισμός

συγχρονισμός < ελληνιστική κοινή < συγχρονίζω < σύγχρονος + -ίζω σύγχρονος < αρχαία ελληνική σύγχρονος  

Συγχωρώ

Ετυμολογία: συγχωρώ < αρχαία ελληνική συγχωρῶ (συγχωρέω) συγχωρέω < σύν + χωρέω χωρέω < χῶρος Σημασιολογία του χωρέω: κάνω χώρο για να χωρέσουν κι άλλοι, χωράω εγώ, τρυπώνω, χώνομαι και μπαίνω, ή χώνομαι κάπου και φεύγω τὰ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων ἐχώρησαν πάλιν αὖτις τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει κρητὴρ χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα : η γη δεν τους χωρούσε και τους δυο υποχωρώ γαῖα ἔνερθε χώρησεν: η γη “χώρεσε” το χώμα μέσα της, δηλαδή υποχώρησε το […]