φθείρω

φθείρω < αρχαία ελληνική φθείρω φθείρω < αρχαία ελληνική *φθέρ-jω (με αντέκταση) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gzwher- ή *gwhđer- (: ρέω, χύνω, εξαφανίζω)