Φόβος

φόβος < αρχαία ελληνική φόβος φόβος < πρωτοελληνική *pʰógʷos < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰógʷos < *bʰegʷ– (φεύγω, το σκάω) φεύγω < αρχαία ελληνική φεύγω φεύγω < το θέμα φευγ- και κατά μετάπτωση φυγ- (συγγενές με το λατινικό fugio)