Φύση

Ετυμολογία της λέξης φύση φύση < αρχαία ελληνική φύσις < φύω – φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω) φύω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuH– (φαίνομαι, ανατέλλω, γίνομαι), συγγενές με τα (αρμενικά) բոյս – boys (φυτό), (σανσκριτικά) भवति – bhavati (γίνομαι), (λατινικά) fui (έγινα, υπήρξα), (λατινικά) futurus, (αγγλοσαξονικά) beon (αγγλικά be), (αλβανικά) bëj   Σημασιολογία της λέξης φύση ο φυσικός […]