Ετυμολογία της λέξης φύση
φύση < αρχαία ελληνική φύσις < φύω – φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω)
- φύω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuH– (φαίνομαι, ανατέλλω, γίνομαι), συγγενές με τα (αρμενικά) բոյս – boys (φυτό), (σανσκριτικά) भवति – bhavati (γίνομαι), (λατινικά) fui (έγινα, υπήρξα), (λατινικά) futurus, (αγγλοσαξονικά) beon (αγγλικά be), (αλβανικά) bëj
Σημασιολογία της λέξης φύση
- ο φυσικός κόσμος, η πλάση, καθετί ανόργανο και οργανικό -συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου- που υπάρχει και μεταβάλλεται ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου.
- ↪ Η αστροφυσική, η γεωλογία, η ωκεανολογία, η μετεωρολογία, η χημεία, η πυρηνική φυσική, ανατομία, η ιατρική, η γεωπονία και η οικολογία είναι μερικές από τις επιστήμες που μελετούν τη φύση, γι’ αυτό ονομάζονται φυσικές επιστήμες.
- μέρος της επιφάνειας του πλανήτη Γη όπου δεν έχει παρέμβει ή εγκατασταθεί ο άνθρωπος
- ↪ άγρια φύση, η ομορφιά της φύσης
- ↪ η ορειβασία είναι ένας καλός τρόπος να βρεθεί κανείς κοντά στη φύση
- το ποιόν, η φτιασιά, ο βαθύτερος και ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ανθρώπου ή πράγματος
- ↪ η θνητή φύση του ανθρώπου
- ↪ η παροδική φύση ενός φαινομένου
- ↪ ο τάδε έχει καλλιτεχνική φύση, ο δείνα είναι φύσει αθυρόστομος και βωμολόχος
- ↪ συζητήθηκαν θέματα νομικής φύσεως
- (ευφημισμός) τα γεννητικά όργανα