φθίνω

φθίνω < αρχαία ελληνική φθίνω φθίνω < θέμα φθι- + πρόσφυμα ν φθίνω και φθίω και φθινάω και φθινέω και (ποιητ.) φθινύθω λιγοστεύω, ελαττώνομαι, χάνομαι φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ (εξαιτίας ασθένειας) σελήνη αὐξανομένη καὶ φθίνουσα φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα(οι ημέρες) τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει (μεταφορικά) χάνομαι ή κάτι που χάνεται μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω (μην αφήσεις να πάει χαμένη η ζωή σου) έχω φυματίωση (η μετοχή) οἱ φθίνοντες πεθαίνω, σκοτώνομαι πρὸς φίλου ἔφθισο ἐν πολέμῳ φθίμενον για τον προσδιορισμό της ημέρας, της ώρας […]