μοχθηρός

μοχθηρός < αρχαία ελληνική μοχθηρός μοχθηρός < μοχθέω < μόχθος (κόπος, ταλαιπωρία, επίπονη εργασία) Σημασιολογία: κακοπαθημένος, άθλιος, ελεεινός που μοχθεί (επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός) άσχημος κακός, πανούργος