Συνειδητότητα

συνειδητότητα θηλυκό κατάσταση επίγνωσης ποιοτικό χαρακτηριστικό της επίγνωσης επίγνωση-αντίληψη εσωτερικών ή εξωτερικών (για τον άνθρωπο) γεγονότων η ικανότητα να ορίζεις το σώμα σου, τις ενέργειές/πράξεις σου, τις ιδέες/σκέψεις σου κινητικότητα και αισθητικότητα ικανότητα να αισθάνεσαι/νιώθεις και να βιώνεις/να έχεις εμπειρίες βλ. και συνείδηση

Συνειδητότητα

συνειδητότητα θηλυκό κατάσταση επίγνωσης ποιοτικό χαρακτηριστικό της επίγνωσης επίγνωση-αντίληψη εσωτερικών ή εξωτερικών (για τον άνθρωπο) γεγονότων η ικανότητα να ορίζεις το σώμα σου, τις ενέργειές/πράξεις σου, τις ιδέες/σκέψεις σου κινητικότητα και αισθητικότητα ικανότητα να αισθάνεσαι/νιώθεις και να βιώνεις/να έχεις εμπειρίες βλ. και συνείδηση

Συνουσία

συνουσία < αρχαία ελληνική συνουσία < συν + ουσία Σημασιολογία: η σεξουαλική πράξη, το γαμήσι γαμήσι < μεσαιωνική ελληνική γαμήσει < αρχαία ελληνική γαμήσειν, απαρέμφατος μέλλοντας του γαμῶ (νυμφεύομαι)

Σχολείο

σχολείο < ελληνιστική κοινή σχολεῖον < αρχαία ελληνική σχολή < ινδοευρωπαϊκή *seǵhe– / *sǵhē– (συγγενές με το αρχαία ελληνική ἔχω) Σημασιολογία: εκπαιδευτικός θεσμός με σκοπό την παροχή μόρφωσης στα παιδιά μέσω της συστηματικής διδασκαλίας συγκεκριμένων μαθημάτων μία συγκεκριμένη σχολική μονάδα της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που στεγάζεται σε δικό της κτήριο (ή συστεγάζεται με άλλες) και έχει δική της διεύθυνση και διδακτικό προσωπικό το κτήριο που στεγάζει μια σχολική μονάδα ο χρόνος κατά τον οποίο κάποιος, μαθητής ή εκπαιδευτικός, διδάσκει ή παρακολουθεί μαθήματα (μεταφορικά) οτιδήποτε προσφέρει πολύτιμες εμπειρίες και διδάγματα – το μεγάλύτερο σχολείο είναι η ίδια η […]

Σώμα

σώμα < αρχαία ελληνική σῶμα σῶμα ουδέτερο (στον Όμηρο) το νεκρό σώμα για το σώμα ενός ζωντανού ο Όμηρος χρησιμοποιεί τις λέξεις δέμας, χρώς, μέλεα, γυῖα το σώμα ενός ανθρώπου το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή το σώμα ενός ζώου (όχι φυτού) οποιοδήποτε υλικό σώμα για να δηλωθεί ένα σύνολο, ακόμη και αφηρημένο το […]

Σωτηρία

Ετυμολογία της λέξης σωτηρία σωτηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σωτηρία σωτήριος < αρχαία ελληνική σωτήριος < σωτήρ σωτήρ < αρχαία ελληνική σωτήρ σωτήρ < σῴζω + -τήρ σώζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῴζω σώος < αρχαία ελληνική σῷος  (σώος σημαίνει ολόκληρος, άθικτος) Σημασιολογία της λέξης σωτηρία απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο ή ασθένεια (στη […]

ταλανίζω

ταλανίζω < ελληνιστική κοινή ταλανίζω < αρχαία ελληνική τάλας < τλάω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *telh₂- τάλας, τάλαινα, τάλαν (καθαρεύουσα) ταλαίπωρος, άθλιος, κακομοίρης

Ταύτιση

ταύτιση < καθαρεύουσα ταύτισις < ταυτίζω + -σις/-ση ταυτίζω < αρχαία ελληνική ταὐτότης Σημασιολογία: η ενέργεια με την οποία κάποιος ταυτίζει κάποιον/κάτι με κάποιον/κάτι άλλο· το να είναι ή να θεωρείται ή να αναγνωρίζεται κάτι ως ίδιο με κάτι άλλο οι δύο πλευρές διαπίστωσαν την ταύτιση των επιδιώξεών τους Η ταύτιση του κάλλους µε το αγαθό στην Ελληνική λογοτεχνία. Ένας πολιτισµικός κώδικας (τίτλος άρθρου του Ερατοσθένη Καψωμένου, καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) το να ταυτίζεται συναισθηματικά κάποιος […]