Τέχνη

Ετυμολογία της λέξης τέχνη τέχνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέχνη (για τέχνη επαγγέλματος) τέχνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs-neh₂ < *teḱs– (ξυλουργώ). Συγγενές με τα τίκτω, τέκτων κ.ά. για τις καλές τέχνες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέχνης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική art Σημασιολογία της λέξης τέχνη Με τον όρο Τέχνες εννοείται η ψυχική δραστηριότητα ή […]

τροχοπέδη

τροχοπέδη < τροχός + πέδη τροχός < αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω τρέχω < αρχαία ελληνική τρέχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰregʰ- πέδη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pṓds (από την ίδια ρίζα με τα πέζα και πούς (γενική: ποδ-ός) πούς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pṓds < *ped– (περπατώ, βαδίζω). Συγγενές με τα (λατινικά) pes, (αγγλοσαξονικά) fot και (αγγλικά) foot

τρυφερός

τρυφερός < αρχαία ελληνική τρυφερός Σημασιολογία: ευγενικός και ευαίσθητος, λεπτός, γλυκός

Τύψη

τύψη < ελληνιστική κοινή τύψις < τύπτω τύπτω < αρχαία ελληνική τύπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *(s)teu-p- (χτυπώ) χτυπώ < μεσαιωνική ελληνική χτυπώ < αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος Σημασιολογία: η έντονη ψυχική κατάσταση που νιώθει όποιος αντιλαμβάνεται την ενοχή του για κάτι και κατηγορεί τον εαυτό του  

τώρα

Ετυμολογία της λέξης τώρα τώρα < ελληνιστική κοινή τώρα < αρχαία ελληνική τῇ ὥρᾳ (ταύτῃ) < ὤρα ὤρα < ίσως από οὖρος (φύλακας) χωρίς να αποκλείεται και το ὁράω οὖρος: < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wer– (αντιλαμβάνομαι) (συγγενές του ὁράω / ὁρῶ) ή ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sorwos ‎(φύλακας) οὖρος: < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃er– (κινώ, αναδεύω) (συγγενές των ὄρνυμι, […]

υβριδικός

υβριδικός < ουσιαστικό υβρίδιο + κατάληξη -ικός υβρίδιο < γαλλική hybride < λατινική hybrida < αρχαία ελληνική ὕβρις (αντιδάνειο) ὕβρις < αρχαία ελληνική πρόθεση και επίρρημα ὑπέρ ή ίσως από ὕς + βαρύς / βριαρός ύβρις = βία που προέρχεται από υπερβολική αίσθηση δύναμης Σημασιολογία της λέξης υβρίδιο: (βιολογία): το φυτό ή ζώο που έχει […]

Υγεία

Ετυμολογία της λέξης υγεία υγεία < ελληνιστική κοινή ὑγεία < αρχαία ελληνική ὑγίεια ὑγίεια < ὑγιής ὑγιής < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂yu– + *gʷih₃– (μακρός βίος) Σημασιολογία της λέξης υγεία η καλή κατάσταση και φυσιολογική λειτουργία ενός οργανισμού, η απουσία αρρώστιας (γενικότερα) η κατάσταση ενός οργανισμού αμετάβλητη η υγεία του αρρώστου (μεταφορικά) η καλή κατάσταση και λειτουργία ενός […]

ύπαρξη

Ετυμολογία: ύπαρξη < αρχαία ελληνική ὕπαρξις υπάρχω < αρχαία ελληνική ὑπάρχω ὑπάρχω < ὑπό + ἄρχω (βρίσκομαι σε κατάσταση υπό της αρχής) ἄρχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂érgʰ– (ἄρχω) ἀρχή < ἄρχω Σημασιολογία του ύπαρξη: το γεγονός του υπάρχω η ύπαρξη ζωής σε άλλον πλανήτη η ανθρώπινη ζωή, η υπόσταση τα μυστήρια της ύπαρξης κάθε ζωντανό […]

Υπερβολικός

υπερβολικός < ελληνιστική κοινή ὑπερβολικός < ὑπέρ + βάλλω Σημασιολογία του υπερβολικός: που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια ως προς την ποσότητα ή την ένταση στο κέντρο έχει συνήθως υπερβολική φασαρία μεγαλύτερος από το επιτρεπτό ή από το ανεκτό πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών (για πρόσωπο) που υπερβάλλει μιλώντας μη γίνεσαι υπερβολικός που αναφέρεται στη γεωμετρική […]

υπερφίαλος

υπερφίαλος < αρχαία ελληνική ὑπερφίαλος ομόρ. του φύω ὑπερφίαλος < ὑπέρ + φύω + -αλος (μάλλον όχι < ὑπέρ + φιάλη) φιάλη < αρχαία ελληνική φιάλη φιάλη < αβέβαιη ετυμολογία, πιθανόν συγγενής ρίζα με το φιαρός (στιλπνός, λιπαρός) ή τα “πίνω” και “πίων” (ελαιώδες, εύφορο)