Σώμα

σώμα < αρχαία ελληνική σῶμα

σῶμα ουδέτερο

  1. (στον Όμηρο) το νεκρό σώμα
    για το σώμα ενός ζωντανού ο Όμηρος χρησιμοποιεί τις λέξεις δέμας, χρώς, μέλεα, γυῖα
  2. το σώμα ενός ανθρώπου
  3. το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή
  4. το σώμα ενός ζώου (όχι φυτού)
  5. οποιοδήποτε υλικό σώμα
  6. για να δηλωθεί ένα σύνολο, ακόμη και αφηρημένο
  7. το γεωμετρικό στερεό, το σώμα τριών διαστάσεων σε αντίθεση προς την επιφάνεια

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr