Χρόνος

Ετυμολογία της λέξης χρόνος χρόνος< κληρονομημένη από την αρχαία ελληνική χρόνος χρόνος < συγγενές με το χείρ, αβέβαιης ετυμολογίας Σημασιολογία της λέξης χρόνος (στον ενικό) ≈ συνώνυμα: καιρός εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον ο χρόνος κυλάει αδιάκοπα και αναπότρεπτα γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω και της […]