χείμαρρος

χείμαρρος < αρχαία ελληνική χειμάρροος < χειμών + ροή < ρέω χειμών < αρχαία ελληνική χειμών χειμών < χεῖμα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰeym–  

χειραγωγώ

χειραγωγώ < χείρ + ἄγω (παίρνω κάποιον από το χέρι και τον οδηγώ) ἄγω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂eǵ– (ἄγω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) अजति (ájati, οδηγώ), (παλαιοαρμενικά) ածեմ (acem, μεταφέρω), (λατινικά) ago, (αρχαία σκανδιναβικά) aka (οδηγώ)