Ετυμολογία της λέξης χρόνος
- χρόνος< κληρονομημένη από την αρχαία ελληνική χρόνος
- χρόνος < συγγενές με το χείρ, αβέβαιης ετυμολογίας
Σημασιολογία της λέξης χρόνος
- (στον ενικό)
- εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον
- ο χρόνος κυλάει αδιάκοπα και αναπότρεπτα
- γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω και της ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους (απόδοση Γρυπάρη, Πίνδαρος, Ισθμιονίκης VIII)
- χρονική διάρκεια
- δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου
- έχεις χρόνο να τα πούμε μετά;
- εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον
- (με πληθυντικό αρσενικό οι χρόνοι ή και ουδέτερο τα χρόνια)
- ημερομηνία ή χρονολογία
- η ιστορική περίοδος
- στα βυζαντινά χρόνια
- (με πληθυντικό μόνον ουδέτερο: τα χρόνια)
- (με γενική πληθυντικού: χρόνων και προφορικό: χρονών & χρονώ) μονάδα μέτρησης της ηλικίας
- (με πληθυντικό μόνον αρσενικό: οι χρόνοι)
- (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ένας αθλητής ολοκληρώνει την προσπάθειά του
- ο δρομέας κάλυψε την απόσταση σε χρόνο-ρεκόρ
- φάση μιας διαδικασίας
- ο τετράχρονος κινητήρας ολοκληρώνει έναν κύκλο σε τέσσερις χρόνους
- (γραμματική) ρηματικός τύπος που φανερώνει πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα
- ο ενεστώτας χρόνος δηλώνει μια πράξη που γίνεται στο παρόν
- → δείτε τις λέξεις: ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, μέλλων, παρακείμενος και υπερσυντέλικος
- (μετρική) η ελάχιστη μετρική μονάδα στην αρχαία ελληνική μετρική, που στηρίζεται στην προσωδία
- (μουσική) μονάδα μέτρησης της χρονικής διάρκειας ενός ήχου (φθόγγου) ή παύσης όπως ορίζεται από τη μουσική σημειογραφία
- (μουσική) η ρυθμική οργάνωση της μουσικής σε ισόχρονες διαδοχικές κινήσεις· γράφεται στη μουσική σημειογραφία ως κλάσμα αριθμού κινήσεων προς τις διάρκειες αξιών
- το βαλς είναι χορός σε τρεις χρόνους· μετριέται σε τρία τέταρτα 3/4
- ≈ συνώνυμα: ρυθμική αγωγή, ρυθμός
Αρχαία ελληνικά
- (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ένας αθλητής ολοκληρώνει την προσπάθειά του
- χρόνος, χρονική στιγμή
- πρῶτον μὲν τὸν Πειραιᾶ ἐτειχίσαμεν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, εἶτα τὸ μακρὸν τεῖχος τὸ βόρειον (Ανδοκίδης, Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης)
- εποχή
- διάρκεια της ζωής, διάρκεια
- τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν: διάρκειας 40 ετών
- ηλικία
- βραδύτητα, αργοπορία
- χρόνους ἐμποιεῖν: κωλυσιεργείς, καθυστερείς
- (γραμματική) χρόνος ρήματος
- (γραμματική, μετρική) ποσότητα διάρκεια συλλαβής, η ελάχιστη υποδιαίρεση του μετρικού ποδός