Βοήθεια

Ετυμολογία βοήθεια < αρχαία ελληνική βοήθεια βοήθεια < βοηθ- (βοηθέω) + -εια < βοή + θέω (τρέχω στην βοή της μάχης για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου) βοή < αρχαία ελληνική βοή θέω < θεϝ– < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰew-: τρέχω, ρέω) Σημασιολογία βοήθεια θηλυκό η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου δίνω τη βοήθειά μου σπεύδω προς βοήθεια καλώ σε βοήθεια (συνεκδοχικά) ό,τι προσφέρεται με την παραπάνω ενέργεια η βοήθειά τους ήταν σημαντική (συνεκδοχικά) το πρόσωπο που προσφέρει την παραπάνω ενέργεια οι φίλοι είναι βοήθεια στις […]