Βούληση

Ετυμολογία της λέξης βούληση βούληση < βούλησις < αρχαία ελληνική βούλησις < βούλομαι βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρ. βόλομαι βουλή < αρχαία ελληνική βουλή (=θέληση, απόφαση, γνώμη, συμβουλή) Σημασιολογία της λέξης βούληση βούληση θηλυκό η επιθυμία προς επιδίωξη κάποιου σκοπού η ελεύθερη βούληση η λαϊκή βούληση

Βούτυρο

βούτυρο < ελληνιστική κοινή βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός βοῦς < βώυς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷōus τυρός < αρχαία ελληνική τυρός Σημασιολογία: λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση