3 Οκτωβρίου 2020ΝόστοςΕτυμολογία της λέξης νόστοςνόστος < αρχαία ελληνική νόστος < νέομαι (έρχομαι)νόστος < νέομαι < νέωνέομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *nes-[1] = πηγαίνω έρχομαινέω = κολυμπώ, επιπλέωRelated ΛήμματαΝοσταλγίαΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)