Νόσος

Ετυμολογία της λέξης νόσος νόσος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική νόσος < νοσέω νοσώ < νούσος νόσος < νότιος (ο οφειλόμενος σε υγρασία)

Νοσταλγία

Ετυμολογία της λέξης νοσταλγία νοσταλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nostalgie < αρχαία ελληνική νόστος (=επιστροφή) + ἄλγος (=πόνος) Σημασιολογία της λέξης νοσταλγία Είναι το άλγος, δηλαδή ο πόνος, που προκαλεί ο νόστος.

Νόστος

Ετυμολογία της λέξης νόστος νόστος < αρχαία ελληνική νόστος < νέομαι (έρχομαι) νόστος < νέομαι < νέω νέομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *nes-[1] = πηγαίνω έρχομαι νέω = κολυμπώ, επιπλέω